- φασω
- φασῶφασῶ, φάσωдор. fut. к φημί См. φημι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φασῶ — φᾱσῶ , φημί Spir. Prooem. fut ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάσω — φά̱σω , φημί Spir. Prooem. aor subj act 1st sg (doric) φά̱σω , φημί Spir. Prooem. fut ind act 1st sg (doric) φά̱σω , φημί Spir. Prooem. aor ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MARMACUS — Pythagorae pater. Diogenes laertius: l. 8. c. 1. Πυςθαγόραν ἔνιοι μέν φασω διὸν εἶναι Μαρμάκου … Hofmann J. Lexicon universale
σφύζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. σφύττω και δωρ. τ. σφύσδω Α (για το αίμα ή για τις αρτηρίες) πάλλομαι ρυθμικά, χτυπώ κανονικά (α. πλην σφύζ η καρδιά τού νέου στερρά», Βιζυην. β. «σφύζει δὲ τὸ αἷμα ἐν ταῑς φλεψίν», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. είμαι γεμάτος σφρίγος,… … Dictionary of Greek
ὑφάσω — ὑ̱φά̱σω , ὑφάω aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ὑφά̱σω , ὑφάω aor subj act 1st sg (doric aeolic) ὑφά̱σω , ὑφάω fut ind act 1st sg (doric aeolic) ὑ̱φάσω , ὑφάζω aor ind mid 2nd sg ὑφάζω aor subj act 1st sg ὑφάζω fut ind act 1st sg ὑφάζω aor ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)